Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Κανείς δεν είναι τέλειος...



Η τελειότητα είναι κάτι που σπάνια το συναντάς. Δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι. Μην σας ξεγελάνε μπορεί μερικοί να φαίνονται τέλειοι αλλά δεν είναι. Όλοι έχουν ελαττώματα και μειονεκτήματα.
 Μόνο τέλειοι αριθμοί υπάρχουν αλλά και αυτοί είναι σπάνιοι. Τέλειος λέγεται ένας ακέραιος αριθμός όταν το άθροισμα των θετικών διαιρετών του, εκτός του ίδιου του αριθμού, είναι ίσο με τον αριθμό. Για παράδειγμα, ο μικρότερος τέλειος αριθμός είναι ο 6. Οι διαιρέτες του 6 (εκτός του 6) είναι οι αριθμοί 1, 2, 3 και το άθροισμα αυτών είναι ίσο με 6 (1+2+3=6). Άλλος τέλειος αριθμός είναι το 28 (1 + 2 + 4 + 7 + 14 = 28). Μετά το 28 ο επόμενος τέλειος αριθμός είναι ο 496.
 Άρα η σπανιότητα της τελειότητας και στους αριθμούς όπως και στην ζωή.
Κανείς δεν είναι τέλειος.... 
Ούτε και εσύ πάντα κάνεις λάθη...
Το μυστικό είναι να μπορείς να βλέπεις τα δικά σου λάθη όχι μόνο των άλλων. Οι κύριοι "τέλειοι" βλέπουν μόνο τα λάθη των άλλων δυστυχώς...
Κρίνουν, βγάζουν συμπεράσματα, σε καταδικάζουν, χωρίς να βλέπουν τη δική τους καμπούρα...
Πραγματικά τους χαίρομαι αυτούς τους ανθρώπους γιατί σίγουρα είναι ευτυχισμένοι με την άγνοια τους...
Πόσες φορές νομίζετε ότι έχετε συναντήσει τον τέλειο άνθρωπο; Αλλά κάπου στη πορεία αυτό χανέται και δεν υπάρχει τελειότητα...
Κανείς δεν είναι τέλειος... για αυτό τα μολύβια έχουν γόμες...  


Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά...


H αγάπη ίσως ξέρει

"H αγάπη ίσως ξέρει" είναι ένα αρκετά παλιό τραγούδι από την εποχή των Φατμέ. Οι στίχοι και η μουσική είναι του Νίκου Πορτοκάλογλου που τότε ήτανε ένας από τους Φατμέ. Κάποιο χρονικό διάστημα η Χαρούλα Αλεξίου, η Αφροδίτη Μάνου και οι Φατμέ τραγουδούσαν μαζί στην ίδια μουσική σκηνή και για αυτό γράφτηκε αυτό το τραγούδι.
Παρόλα αυτά από τους στίχους του είναι πάντα επίκαιρο αφού είναι τώρα η στιγμή που πιάσαμε πάτο. Δεν ξέρω αν μπορούμε να πάμε πιο κάτω ακόμα ...

υ.γ. την ανάρτηση αυτή την είχα κάνει και παλιότερα αλλά ο πάτος δεν έχει τελειωμό τελικά...

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Έχω πολύ θυμό




Έχω πολύ θυμό
Βράζω θα εκραγώ
Θέλω ν' αλλάξω Γη
Δεν είμαι εγώ για εδώ

Ψυχή μου δεν μπορώ
Χάνω τον εαυτό μου
Θέλω να ζήσω εδώ
Στον κόσμο το δικό μου

Έχω πολύ θυμό
Βράζω θα εκραγώ
Θέλω ν' αλλάξω Γη
Δεν είμαι εγώ για εδώ 

Ψυχή μου δεν μπορώ
Χάνω τον εαυτό μου
Θέλω να ζήσω εδώ
Στον κόσμο το δικό μου

Μες στα σκοτάδια, τυραννιέμαι τα βράδια
Λίγο όνειρο να ονειρευτώ
Θέλει κουράγιο, που και που και τρισάγιο
Να ξυπνάω χωρίς ένα σκοπό
Χρήμα να έχεις κι όλα τ' άλλα τ' αντέχεις
Μη μιλάς για αγάπη δεν μπορώ
Ό,τι κι αν κάνω, το πληρώνω, το χάνω
Να αλλάξω τον κόσμο προσπαθώ...

Έχω πολύ θυμό
Βράζω θα εκραγώ
Θέλω ν' αλλάξω Γη
Δεν είμαι εγώ για εδώ

ενοχές


[...]Ένα από τα μεγαλύτερα βασανιστήρια που έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος, προκειμένου να δυναστεύσει και να εκμεταλλεύεται το συνάνθρωπό του, είναι να του εμπνέει ενοχές. 
 [...]Όταν αισθανόμαστε ενοχές, κατά βάθος θυμώνουμε με αυτόν που μας τις εμπνέει. Μπορεί να μην βρίσκουμε το σθένος να απομακρυνθούμε, ωστόσο τους θυμώνουμε διότι μας στερούν ό,τι πολυτιμότερο μας έχει χαριστεί: την ελευθερία μας. Μας κρατούν αλυσοδεμένους πάνω τους και μας ακινητοποιούν με απειλές. 
 [...]Τίποτα μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει συνειδητά είτε όχι.

 Αποσπάσματα από το  βιβλίο της Μάρως
Βαμβουνάκη 
"Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης"


Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ξύδι

  κερνάω ξύδι για όσους θυμώνουν πολύ εύκολα...
                                                                       ειδικά όταν δεν υπάρχει και τόσο σοβαρός λόγος...


υ.γ. το βαλσάμικο είναι τέλειο και εγώ αυτό πίνω όταν θυμώνω...
θα κεράσω και τυρόπιτα τελικά...
 
κερνάω και κουλούρι Θεσσαλονίκης για εξαιρετικές περιπτώσεις... 

ο φίλος...




 [...]Αναζητώντας κάποτε γιατί νιώθω πάντα τόσο όμορφα και άνετα κοντά σε αγαπημένο φίλο, του φώναξα με ενθουσιασμό, όταν επιτέλους το ανακάλυψα: «Κοντά σου είμαι ο εαυτός μου! Γίνομαι ο εαυτός μου απλά. Δεν μου συμβαίνει εύκολα αυτά». Ακούγεται κοινότοπο, αλλά ήταν μια σπουδαία αποκάλυψη. Αποκάλυψη; Ανακάλυψη; Tι ευτυχισμένη ειρήνη, λοιπόν, να μας επιτρέπει ο άλλος να είμαστε αυτός που όντως είμαστε! Αλλιώς κουραζόμαστε, θυμώνουμε. Τίποτα δεν κουβαλάει τόσο άγχος όσο η προσποίηση, η αγωνία να είμαστε αυτό που δεν είμαστε. 

 Απόσπασμα από το  βιβλίο της Μάρως
Βαμβουνάκη 
"Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης"



υ.γ. Δεν χωράνε παρεξηγήσεις μεταξύ φίλων και αν υπάρχουν λύνονται πάντα. Ο φίλος είναι ο μόνος άνθρωπος που τολμάς να είσαι ο εαυτός σου ακόμα και όταν διαφωνείς μαζί του  ακόμα και όταν δεν σε καταλαβαίνει ...


η κομψή καμήλα



Ο Αχμέτ Χαμάμετ, ο μοναχικός βεδουίνος, είχε μια καμήλα που τον συνόδευε ακούραστη σε όλα του τα ταξίδια.

- Ω καμήλα θαυμαστή, ω καμήλα διαλεχτή! της έλεγε κάθε τόσο.

Δεν υπάρχει σαν κι εσένα καμήλα άλλη καμιά! Είσαι η παρηγοριά, η ελπίδα και η παρέα μου. Πολυτιμότερη είσαι απ' τις δροσερές οάσεις και οι αρετές σου είναι περισσότερες από τους αναρίθμητους κόκκους τής άμμου όλων των ερήμων της οικουμένης.

- Τα παραλές! του απάντησε μια μέρα η καμήλα.

- Ποιος; Εγώ; Γιατί με πικραίνεις με τ' άστοχα λόγια σου, ω καμήλα; Καθόλου δεν τα παραλέω. Τόσα πολλά είναι αυτά που σου χρωστάω, που ακόμα κι αν ζούσα χίλιες χιλιάδες αιώνες και πάλι δεν θα προλάβαινα να σου τα ξεπληρώσω.

- Αν είσαι έτσι όπως τα λες, αν με εκτιμάς, αν με αγαπάς, αν με υπολήπτεσαι τόσο πολύ, τότε αντί να τα φορτώνεις όλα στην καμπούρα μου, θα μου έκανες και συ μια μικρή χάρη.

- Τι χάρη επιθυμείς να σου κάνω;

- Να με πας στην Ευρώπη να κάνω αισθητική εγχείρηση.

- Δεν καταλαβαίνω. Τι ακριβώς εννοείς; Για εξηγήσου, ω αινιγματική καμήλα!

- Να, είπε με φωνή γεμάτη παράπονο η καμήλα. Νομίζεις ότι μου αρέσει να κουβαλάω στη ράχη μου ολόκληρη καμπούρα; Νομίζεις ότι δεν θέλω κι εγώ να είμαι κομψή κι ανάλαφρη σαν ελαφίνα;

- Επιθυμείς δηλαδή, ω καμήλα, να απαλλαγείς από την καμπούρα σου;

- Ακριβώς. Άλλωστε κι εσένα σε συμφέρει, ω βεδουίνε! Θα είσαι ο μόνος βεδουίνος στην έρημο που θα διαθέτει κομψή, ντελικάτη και ντιστεγκέ καμήλα. Λίγο το 'χεις;

- H επιθυμία σου θα εκπληρωθεί! αποφάσισε ο μοναχικός βεδουίνος.

Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες, χρεώθηκε, έβαλε ενέχυρο την τέντα του και την καλή του κελεμπία, αγόρασε εισιτήριο και πήγε την καμήλα στο Λονδίνο, στον καλύτερο αισθητικό χειρουργό.

Εκεί, στην αίθουσα αναμονής περιμένανε κι άλλοι πελάτες.

Περίμεναν άχαρα λελέκια που θέλανε να τους κοντύνει τα πόδια και σκαντζόχοιροι που θέλανε να τους ξυρίσει τα αγκάθια τους.

Περιμένανε χελώνες που θέλανε να τους ισιώσει τις ρυτίδες και κατσίκες που θέλανε να τους κάνει ριζική αποτρίχωση.

Περιμένανε σαρδέλες που θέλανε να τις επιχρυσώσει, για να γίνουνε χρυσόψαρα, και ρινόκεροι που θέλανε να αποκτήσουνε βελούδινη επιδερμίδα.

Περιμένανε φάλαινες που θέλανε να αδυνατίσουνε, ώσπου να γίνουνε μαρίδες και κοράκια που θέλανε να τους κάνει μεταμόσχευση φτερών παγονιού.

Όταν έφτασε η σειρά της, μπήκε και η καμήλα στο γραφείο του γιατρού. Μαζί της και ο μοναχικός βεδουίνος.




(Εδώ βλέπουμε τη φάλαινα και τα άλλα ζώα που περιμένουν με ανυπομονησία τον γιατρό στην αίθουσα αναμονής)

Ο κτηνοαισθητικός πήρε προσεχτικά το ιστορικό της καμήλας, ακροάστηκε την καμπούρα της και την κοίταξε καλά καλά.


- Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να σου την κόψω; ρώτησε.

- Σιγουρότατη! απάντησε κοφτά η καμήλα.

- Εσείς τι λέτε, αγαπητέ βεδουίνε;

- Ό,τι πει η καμήλα!

- Να κόψω καλύτερα μόνο τη μισή; πρότεινε ο γιατρός.

- Ποια μισή; Όλη! επέμεινε η καμήλα.

- Εσείς τι λέτε, σεβαστέ βεδουίνε; Έχετε σκεφτεί τις συνέπειες;

- Ό,τι πει η καμήλα!

- Μήπως θέλετε να το αναβάλουμε για να το ξανασκεφθείτε;

- Ό,τι πει η καμήλα!

- Το γοργόν και χάριν έχει! είπε η καμήλα.

- Να την κόψω λοιπόν όλη; Αυτό επιθυμείτε;

- Αυτό! Κόψ' τη τη ρημάδα να ησυχάσουμε! αποφάσισε ο βεδουίνος, που δεν του αρέσανε τα ημίμετρα.

Έτσι κι έγινε. H καμήλα μπήκε στην κλινική και όταν σε μερικές μέρες βγήκε, ήταν κομψή και πεταχτή σαν ελαφίνα.

Όταν με το καλό επιστρέψανε στην πατρίδα τους κάνανε αίσθηση. Οι άλλοι, βεδουίνοι μείνανε μ' ανοιχτό το στόμα, μόλις αντικρίσανε τη βελτιωμένη καμήλα. Δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Ο Αχμέτ ανέβηκε πολύ στην υπόληψή τους. Όσο για τις υπόλοιπες καμήλες, τρελαθήκανε από τη ζήλεια τους.

Ο Αχμέτ Χαμάμετ περιέφερε την καμήλα του από 'δω και από 'κει και πολύ καμάρωνε.

- Είδατε τι κομψή καμήλα έχω εγώ; έλεγε και γελούσανε και τα μουστάκια του.

Σε μερικές μέρες ο Αχμέτ Χαμάμετ και η κομψή καμήλα ξεκινήσανε για ένα μεγάλο ταξίδι στην απέραντη έρημο.

Ένα μεσημέρι όμως τους ζάλισε ο πυρωμένος ήλιος, χάσανε τον προσανατολισμό τους και δεν άργησαν να χαθούν.

Μερόνυχτα γυρίζανε άσκοπα, χωρίς να μπορούνε να βρούνε ούτε όαση ούτε τροφή ούτε κάποιο δροσερό πηγάδι.

Ο Αχμέτ Χαμάμετ άρχισε να βλέπει οφθαλμαπάτες. Έβλεπε κοράκια με φτερά παγωνιού να σερβίρουνε παγωμένες γρανίτες.

Έβλεπε λελέκια να κάνουνε βουτιές σε δροσερές πισίνες.

Έβλεπε ρινόκερους με βελούδινη επιδερμίδα να ανταλλάσσουν γυάλες με επιχρυσωμένες σαρδέλες.

Έβλεπε κατσίκες να χορεύουνε τσικ του τσικ γύρω από κρυστάλλινα σιντριβάνια.

Έβλεπε χελώνες χωρίς ρυτίδες να κάνουνε θαλάσσιο σκι σε αφρόλουστες παραλίες.



(Εδώ βλέπουμε κι εμείς μία από τις φαντασμαγορικές οφθαλμαπάτες που έβλεπε ο βεδουίνος όταν χάθηκε στην απέραντη έρημο)


H καμήλα που δεν είχε αποθέματα λίπους για να συντηρηθεί σε τούτες τις δύσκολες στιγμές αδυνάτισε, έγινε πετσί και κόκαλο και δεν άργησε να αφήσει την τελευταία της ανάσα.

Ο Αχμέτ Χαμάμετ πλανιόταν ολομόναχος στην αφιλόξενη φλογισμένη έρημο που έμοιαζε να μην έχει αρχή και τέλος. Οι αμμόλοφοι χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, ίδιοι με κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας που είχε πετρώσει εδώ και πολλούς αιώνες.

Τα μάτια του έτσουζαν, το λαρύγγι του ήταν στεγνό, τον θάμπωνε, τον έκαιγε, τον τυραννούσε, τον πυρπολούσε ο πυρωμένος ήλιος.

Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, τον τύλιξε σε λίγο στη μανιασμένη δίνη της μια φοβερή ανεμοθύελλα.

Πάσχισε να προχωρήσει. Άδικος ο κόπος. Δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του.

Ενώ χιλιάδες μαστίγια βίτσιζαν το πρόσωπό του, παραπάτησε, γονάτισε, σωριάστηκε στην άμμο εξουθενωμένος...

- Τι την ήθελα την κομψή καμήλα; πρόλαβε να ψιθυρίσει προτού τον σκεπάσει για πάντα η θαμπή, η καυτή, η ανελέητη άμμος της ερήμου.

Ευγένιος Τριβιζάς

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

η απουσία




Τη λέξη Απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο.
 Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες... Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.
Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λέγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ' έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.
Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
     Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ' τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ' αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.
     Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τί δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέ­δες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρί­νες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ' όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ' την κο­λόνια του νονού μου.
     Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν' αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο. Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;».
     «Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.
     «Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.
     «Το λένε Απουσία», μου είπε.
     «Και γιατί δεν κελαηδά;»
     «Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».
     Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ' έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ' αυτό το περίεργο πουλί.
     Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ' το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.
     Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί... Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ' ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID. Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να 'θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν' εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.

     Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.
                                                                                 Αργύρης Χιόνης



η οργή και η θλίψη




Σ΄ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν ...
Σ΄ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά ...
΄Ηταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη λίμνη
΄Ηταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς...
Σε εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Κι οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό ...
Αλλά η οργή είναι τυφλή -- ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. 
΄Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό, το πρώτο ρούχο που βρήκε...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και -- χωρίς καμιά βιασύνη -- ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην αρχή συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
΄Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. ΄Ετσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη.
 Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερη, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.


Από το βιβλίο «Ιστορίες να Σκεφτείς» του Χόρχε Μπουκάι

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ο μικρός κάστορας και η ηχώ

O μικρός κάστορας ζούσε ολομόναχος στην άκρη της μεγάλης λίμνης. Δεν είχε αδελφούς.
 Δεν είχε αδελφές. Και το χειρότερο απ' όλα δεν είχε ούτε φίλους. Μια μέρα, την ώρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης, άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε πολύ δυνατά. Και μετά δυνατότερα. Ξαφνικά άκουσε κάτι παράξενο. Στην άλλη άκρη της λίμνης κάποιος άλλος έκλαιγε μαζί του. Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει, για να ακούσει. Αμέσως σταμάτησε να κλαίει και ο άλλος. Ο μικρός κάστορας ήταν πάλι μόνος του.


«Μπουχ, χουχ, χουου», έκανε.

«Μπουχ, χου, χουου», έκανε και η φωνή, στην απέναντι πλευρά της λίμνης.

[…] Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει.

«Γεια σου!», φώναξε.

«Γεια σου!» φώναξε και η φωνή, από την απέναντι πλευρά της λίμνης.

Ο μικρός κάστορας σκέφτηκε για ένα λεπτό.

«Είμαι μόνος μου», είπε. «Χρειάζομαι ένα φίλο».

«Είμαι μόνος μου», είπε η φωνή από την απέναντι πλευρά της λίμνης. «Χρειάζομαι ένα φίλο».

Ο μικρός κάστορας, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στην άλλη άκρη της λίμνης, ζούσε και κάποιος άλλος, που ήταν θλιμμένος και χρειαζόταν ένα φίλο. Πήγε γρήγορα στη βάρκα και ξεκίνησε για να τον βρει. Η λίμνη ήταν πολύ μεγάλη. Κωπηλατούσε και κωπηλατούσε συνέχεια. Κάποτε είδε μια μικρή πάπια, που έκανε κύκλους κολυμπώντας.

«Ψάχνω κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»

«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η πάπια. «Μα δεν έκλαιγα εγώ».

«Θα γίνω εγώ φίλος σου», είπε ο μικρός κάστορας. «Έλα μαζί μου».

Έτσι η πάπια πήδηξε μέσα στη βάρκα.

Κωπηλατούσαν και κωπηλατούσαν συνέχεια. Κάποτε είδαν μια μικρή ενυδρίδα* που γλιστρούσε ολομόναχη πάνω κάτω στην όχθη.

«Ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»

«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η ενυδρίδα.

«Μα δεν έκλαιγα εγώ».

«Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου», είπαν ο μικρός κάστορας και η πάπια.


«Έλα μαζί μας».

Έτσι η ενυδρίδα πήδηξε μέσα στη βάρκα.

Κωπηλατούσαν και κωπηλατούσαν συνέχεια. Κάποτε είδαν μια μικρή χελώνα, που λιάζονταν ολομόναχη πάνω σε ένα βράχο.

«Ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»

«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η χελώνα. «Μα δεν έκλαιγα εγώ».

«Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου», είπαν ο μικρός κάστορας, η πάπια και η ενυδρίδα. «Έλα μαζί μας».

Έτσι η χελώνα πήδηξε μέσα στη βάρκα και κωπηλατούσαν και κωπη­λατούσαν, μέχρι που έφτασαν στην άκρη της λίμνης. Εκεί ζούσε ολομό­ναχος, ένας σοφός γερο-κάστορας σε ένα σπίτι από λάσπη. Ο μικρός κάστορας τού είπε πως κωπηλάτησαν σε όλη τη λίμνη, για να βρουν ποιος έκλαιγε.

«Δεν ήταν η πάπια», είπε. «Δεν ήταν η ενυδρίδα, μα ούτε και η χελώνα. Ποιος ήταν άραγε;»

«Ήταν η ηχώ», είπε ο σοφός γερο-κάστορας.

«Και πού μένει;» ρώτησε ο μικρός κάστορας.

«Στην άλλη άκρη της λίμνης», είπε ο σοφός γερο-κάστορας. «Όπου και αν βρίσκεσαι, η ηχώ, είναι πάντοτε στην απέναντι πλευρά της λίμνης».

«Μα γιατί κλαίει;» ρώτησε ο μικρός κάστορας.

«Όταν εσύ είσαι θλιμμένος, είναι θλιμμένη και η ηχώ», είπε ο γερο-κάστορας. «Όταν είσαι ευτυχισμένος, είναι ευτυχισμένη και η ηχώ».

«Μα πώς μπορώ να τη βρω και να γίνω φίλος της;» ρώτησε ο μικρός κάστορας. «Δεν έχει κανένα φίλο, όπως εγώ».

«Έχεις εμένα», είπε η πάπια.

«Και εμένα», είπε η ενυδρίδα.

«Και μένα», είπε η χελώνα.

Ο μικρός κάστορας τα' χασε. «Ναι», είπε, «έχω πολλούς φίλους τώρα!»

Και ήταν τόσο ευτυχισμένος, που είπε ξανά πολύ δυνατά: «Έχω πολλούς φίλους τώρα!»

Από την άλλη άκρη της λίμνης, μια φωνή του απάντησε: «Έχω πολλούς φίλους τώρα!»

«Βλέπεις;» είπε ο σοφός γερο-κάστορας. «Όταν είσαι ευτυχισμένος, είναι ευτυχισμένη και η ηχώ. Όταν έχεις φίλους, έχει φίλους κι αυτή».

« Ζήτω!», φώναξε δυνατά, απαντώντας τους: «Ζήτω!»

Άμυ Μακ Ντόναλντ

* ενυδρίδα: μικρόσωμο ζώο που ζει στα ποτάμια και τις λίμνες

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

πείραμα


Το πείραμα του πειράματος ω πείραμα ναι θυμήθηκα το δημοτικό και την γραμματική.
 Χθες έβλεπα πόσα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν περάσει τι πειραματόζωα είμαστε όλοι μετά την μεταπολίτευση και μάλιστα το μακροβιότερο σύστημα ήταν το σύστημα των δεσμών του Κακλαμάνη με το οποίο εξετάστηκα και εγώ...
 Μια ζωή πειραματόζωα σε αυτή τη χώρα σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο χώρο της παιδείας...


Μια ζωή στη ίδια τάξη θεωρία μα και πράξη...

πως να παραμείνετε νέοι...


υ.γ. Αχ αυτές οι βόλτες στην ενοχή να μην υπήρχαν και όλα θα ήταν μια χαρά...

ποτέ πάντα???



Δεν υπάρχει ούτε ποτέ ούτε πάντα. Μην σας ξεγελάνε τα μεγάλα λόγια.
 Όπως δεν υπάρχει ούτε πουθενά ούτε παντού. Είναι δυνατόν να είσαι πουθενά;
Όχι κάπου θα είσαι αλλά ούτε είναι δυνατόν να είσαι παντού.
Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου και το πάντα είναι το παντού του χρόνου.
 Το πουθενά και το παντού ορίζουν τον χώρο.
 Άρα ανάλογα το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου και το παντού είναι το πάντα του χώρου.
Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα αλλά και τίποτα δεν πάει χαμένο μόνο τα ασήμαντα.
Όλα είναι εφήμερα ακόμα και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Πόσο διαρκεί το πάντα του καθενός;
Άρα μην λες ποτέ πάντα ή ποτέ για πάντα…

υ.γ. αν σας μπέρδεψα δεν φταίω εγώ αλλά...  ποτέ πουθενά πάντα παντού

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

όλα είναι μες στο μυαλό...


Γράφεις σενάρια; Από σενάρια άλλο τίποτα μόνο που δεν τα αποτυπώνω στο χαρτί μήπως να αρχίσω να το κάνω; Θα γίνουν best seller σίγουρα.
Τα σενάρια που φτιάχνει το μυαλό μου έχουν μια πλοκή άλλο πράμα αλλά τις περισσότερες φορές είναι αρνητικές σκέψεις που ούτε και εγώ ξέρω από πού ξεκινάνε και που καταλήγουν.
Δυστυχώς τα όμορφα σενάρια είναι ελάχιστα αλλά τι να το κάνεις αφού και αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα άρα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Δεν νομίζω να είμαι η μόνη που το κάνω. Προσπαθώ να μην κάνω λάθος κινήσεις και πλέκω σε έναν λαβύρινθο και άντε να βγεις από εκεί μετά.
Οι λαβύρινθοι που φτιάχνει το μυαλό είναι χειρότεροι από τους πραγματικούς λαβύρινθους.
Αν χάσεις τη διαδρομή σου για παράδειγμα θα περάσεις κάποιες φορές από το ίδιο σημείο αλλά θα το βρεις τον τελικό προορισμό που θα πάει.
Άσε που απολαμβάνεις και τη βόλτα σου αλλά όταν χάνεις το μυαλό σου σε διαδρομές δικές του άστο καλύτερα…  
 

στην κατηγορία του τούβλου...





Είναι κάποιοι άνθρωποι που έρχονται στη ζωή μας μπορεί από τύχη, δεν ξέρω πως ακριβώς και εκεί που ήμασταν άγνωστοι και εκεί που είχαμε άγνωστες παράλληλες πορείες κάτι γίνεται και διασταυρώνονται οι δρόμοι μας και συναντιόμαστε.
Από τελείως άγνωστοι γίνονται οι δικοί μας άνθρωποι, οι άνθρωποι που νοιαζόμαστε, αγαπάμε, μοιραζόμαστε και σκεφτόμαστε κάθε στιγμή.
Γίνονται ένα κομμάτι του εαυτού μας, τους κουβαλάμε συνέχεια μέσα μας.
Μπορεί να συζητάμε για ώρες μαζί τους και να μην τους βαριόμαστε να μην φτάνει ποτέ ο χρόνος που είμαστε μαζί.
Είναι οι άνθρωποι που κλαις χωρίς να σε νοιάζει, χωρίς να ντρέπεσαι για τα δάκρυα σου και δεν θες να κρυφτείς.
Είναι χημεία οι σχέσεις των ανθρώπων γιατί δεν είναι τυχαίο με κάποιον να μιλάς για τον καιρό και την πολιτική και με κάποιον άλλο να μοιράζεσαι όλες τις σκέψεις σου ακόμα και τις πιο κρυφές σου σκέψεις.
Να το έχεις ανάγκη αυτό γιατί ξέρεις πως ο άλλος θα είναι εκεί και θα σε ακούσει και θα σου πει ότι ακριβώς σκέφτεται.
Σε τέτοιες σχέσεις δεν χωράνε δεύτερες σκέψεις γιατί ο άλλος ξέρεις ότι θέλει πάντα το καλό σου.  
Είναι οι άνθρωποι που δεν φοράνε μάσκες και στολίδια και μας κάνουν και εμάς να τα πετάμε πια και να μην κρυβόμαστε.
Μερικοί άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας για να μείνουν για πάντα και αυτό φαίνεται από την αρχή, από το πρώτο λεπτό, από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη τους κίνηση.
Είναι η ευγενική ψυχή τους, η ομορφιά τους που μπορείς να την δεις μέσα στο βλέμμα τους.
Δεν έχω γνωρίσει πολλούς τέτοιους ανθρώπους δυστυχώς αλλά είμαι τυχερή που υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος στη ζωή μου και καθημερινά μαθαίνω από αυτόν.
Από τότε που γνωριστήκαμε παίρνω μαθήματα ζωής και αυτό αξίζει πολλά.
Σε ευχαριστώ που είσαι μέρος της ζωής μου, είσαι κομμάτι του εαυτού μου πια.
Σε ευχαριστώ για όσα με μαθαίνεις ακόμα και για όσες φορές μου βάζεις τις φωνές και με συμβουλεύεις.

υ.γ όσο για τον τίτλο και τη φωτογραφία μην νομίζετε ότι έχει γίνει λάθος όχι για αυτή ακριβώς την ανάρτηση είναι, είναι ένα αλλιώτικο τούβλο, μία αληθινή ιστορία...